συνελευθερώ

συνελευθερώ
-όω, αττ. τ. ξυνελευθερῶ Α [ἐλευθερῶ / -ώνω]
1. ελευθερώνω από κοινού από κάποιον («συνελευθεροῡν αὐτοὺς τοῡ μουνάρχου», Ηρόδ.)
2. απελευθερώνω («αὐτοί τε αὐτονομεῑσθε καὶ τοὺς ἄλλους ξυνελευθεροῡτε», Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”